Μεταξύ άλλων ο κ. Κατσιφάρας εκφράζει τον έντονο προβληματισμό της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας για την «προτεινόμενη οριστική αποψίλωση από κάθε υποδομή αγροτικής έρευνας, τη στιγμή που βασικά προβλήματα στον γεωργικό τομέα παραμένουν άλυτα και η αναγκαιότητα για επιστημονική καθοδήγηση και ενσωμάτωση καινοτομίας στην αγροτική οικονομία της Περιφέρειας είναι περισσότερο από εμφανής».
Παράλληλα τονίζει πως «η κατάργηση ερευνητικών κέντρων και μάλιστα εκείνων που αποδεδειγμένα παράγουν έργο, περιορίζει κατά πολύ τη δημιουργία νέων προϊόντων και υπηρεσιών, την απασχόληση και την αντιμετώπιση των κοινωνικών προκλήσεων. Μη λησμονούμε ότι ένας από τους πέντε πρωταρχικούς στόχους του Συμφώνου Εταιρικής Σχέσης είναι «το 3% του ΑΕΠ των χωρών της ΕΕ να επενδύεται σε Έρευνα και Ανάπτυξη και σε Συμπράξεις Καινοτομίας». Βέβαια ο Εθνικός στόχος στη συγκεκριμένη περίπτωση θα είναι πολύ μικρότερος του Ευρωπαϊκού και αναμένεται να κλείσει στο 1,5% του ΑΕΠ. Τουλάχιστον ας τον διατηρήσουμε στο επίπεδο αυτό».
Αναλυτικά αναφέρεται στην επιστολή:
«Με αφορμή την παρουσίαση της έκθεσης επιτροπής του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης που αφορά στο σχέδιο αναδιοργάνωσης των δομών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων και πιο συγκεκριμένα του οργανογράμματος του πρώην ΕΘΙΑΓΕ επιθυμούμε να σταθούμε στην πρόταση κατάργησης του Ινστιτούτου Προστασίας Φυτών Πατρών αλλά και του Ινστιτούτου Αμπέλου & Οπωροκηπευτικών Πύργου. Πρέπει να τονίσουμε τον έντονο προβληματισμό της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας για την προτεινόμενη οριστική αποψίλωση από κάθε υποδομή αγροτικής έρευνας, την στιγμή που βασικά προβλήματα στον γεωργικό τομέα παραμένουν άλυτα και η αναγκαιότητα για επιστημονική καθοδήγηση και ενσωμάτωση καινοτομίας στην αγροτική οικονομία της περιφέρειας είναι περισσότερο από εμφανής.
Ο Αγροτικός Τομέας έχει ιδιαίτερη σημασία στην οικονομία της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος αφού αποτελεί το σημαντικότερο πόλο απασχόλησης και οικονομικής δραστηριότητας. Πράγματι, το 25% του συνολικού οικονομικά ενεργού πληθυσμού της Περιφέρειας απασχολείται στον πρωτογενή τομέα, έναντι ποσοστού 13% σε πανελλαδικό επίπεδο, ενώ η συμμετοχή του στην διαμόρφωση του ΑΕΠ της Περιφέρειας ανέρχεται σε 12,1%, έναντι μόλις 6,4% του αντιστοίχου μέσου δείκτη σε επίπεδο χώρας. Το μικροκλίμα της περιοχής καθιστά την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας μια από τις πλέον παραγωγικές περιφέρειες σε γεωργικά προϊόντα όπως οινοποιήσιμα σταφύλια, σταφίδα, εσπεριδοειδή, υπό κάλυψη και υπαίθρια κηπευτικά (καρπούζια, πατάτες, βιομηχανική και επιτραπέζια τομάτα, φράουλα κ.α.), αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, κ.α. πολλά από τα οποία κατευθύνονται σε αγορές του εξωτερικού αποφέροντας σημαντικά οφέλη στην τοπική και εθνική οικονομία. Ωστόσο, ο Πρωτογενής τομέας στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας παρουσιάζει χαμηλή ανταγωνιστικότητα και αδυναμίες στον τομέα διακίνησης και εμπορίας.
Για την αντιμετώπιση των προαναφερόμενων προβλημάτων και για τη στήριξη του παραγωγού αλλά και του καταναλωτή, η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας υλοποιεί το αναπτυξιακό της πρόγραμμα για τον αγροτικό τομέα με δυο κύριους στόχους:
- Να εγγυηθεί τη διατροφική ασφάλεια και τη βιοποικιλότητα, αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα και την προστιθέμενη αξία των ποιοτικών γεωργικών προϊόντων.
- Να ενισχύσει τους μηχανισμούς εμπορίας και εξωστρέφειας των γεωργικών προϊόντων με την εφαρμογή αναπτυξιακών προγραμμάτων όπως το Καλλιεργητικό Πλάνο, η Αγροδιατροφική Σύμπραξη, το Δημοπρατήριο, Ηλεκτρονικά Δίκτυα υποστήριξης εμπορίας προϊόντων, κ.α.
Από τους κυριότερους παράγοντες επίτευξης του 1ου στόχου για την παραγωγή ασφαλών και ποιοτικών γεωργικών προϊόντων, είναι το Ινστιτούτο Προστασίας Φυτών Πατρών και το Ινστιτούτο Αμπέλου & Οπωροκηπευτικών Πύργου που υποστηρίζουν τον πρωτογενή τομέα από το 1923. Διαθέτουν επιστημονικό προσωπικό και εξοπλισμένα εργαστήρια συμβάλλοντας σημαντικά στην επίλυση φυτοπαθολογικών προβλημάτων του πρωτογενούς τομέα της περιφέρειας που έχουν εμφανιστεί στις καλλιέργειες της περιοχής μας (π.χ. ιός της Τριστέτσας των εσπεριδοειδών, Θρίπας της φράουλας, κ.α.), αλλά και στην εξεύρεση, μέσω γεωργικής έρευνας, αποτελεσματικών προληπτικών λύσεων για τα προβλήματα που αναμένεται να εμφανιστούν μελλοντικά στην περιοχή μας (π.χ. ιός του Πεπίνο στην τομάτα, η ασθένεια Huanglongbing των εσπεριδοειδών, κ.α.).
Μάλιστα, τα Ινστιτούτα Προστασίας Φυτών Πάτρας και Αμπέλου & Οπωροκηπευτικών Πύργου, με την ενίσχυση των εργαστηριακών τους δομών και την πρόσληψη ερευνητών/τριών, θα μπορέσουν να επεκτείνουν την έρευνα και την επιστημονική υποστήριξη της γεωργικής παραγωγής όχι μόνο σε θέματα φυτοπροστασίας αλλά και σε θέματα πιστοποίησης, εμπορίας και προώθησης των προϊόντων της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας στις εγχώριες και διεθνείς αγορές. Η βοήθειά τους στη λειτουργία του Δημοπρατηρίου αγροτικών προϊόντων και της Αγροδιατροφικής Σύμπραξης, δύο μεγάλων κοινωνικών δικτυώσεων ΣΔΙΤ, είναι απαραίτητη προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του αναπτυξιακού προγράμματος της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας για τον αγροτικό τομέα οι οποίοι είναι σύμφωνοι τόσο με τους στόχους και προτεραιότητες της νέας ΚΑΠ όσο και με τις στρατηγικές επιλογές του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020.
Για τους παραπάνω λόγους και εν όψει των διεργασιών για την αξιολόγηση των δομών των οργανικών μονάδων του ΥΠΑΑΤ, προτείνουμε τη διατήρηση και ενίσχυση της λειτουργίας και του ερευνητικού έργου τόσο του Ινστιτούτου Προστασίας Φυτών Πάτρας όσο και του Ινστιτούτου Αμπέλου & Οπωροκηπευτικών Πύργου, έτσι ώστε να λειτουργήσουν από κοινού ως Πολυδύναμο Ερευνητικό Κέντρο για ολόκληρη την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, και να συμβάλλουν στην παραγωγή ασφαλών, ποιοτικών και πιστοποιημένων γεωργικών προϊόντων.
Η κατάργηση ερευνητικών κέντρων και μάλιστα εκείνων που αποδεδειγμένα παράγουν έργο, περιορίζει κατά πολύ τη δημιουργία νέων προϊόντων και υπηρεσιών, την απασχόληση και την αντιμετώπιση των κοινωνικών προκλήσεων. Μη λησμονούμε ότι ένας από τους πέντε πρωταρχικούς στόχους του Συμφώνου Εταιρικής Σχέσης είναι «το 3% του ΑΕΠ των χωρών της ΕΕ να επενδύεται σε Έρευνα και Ανάπτυξη και σε Συμπράξεις Καινοτομίας». Βέβαια ο Εθνικός στόχος στη συγκεκριμένη περίπτωση θα είναι πολύ μικρότερος του Ευρωπαϊκού και αναμένεται να κλείσει στο 1,5% του ΑΕΠ. Τουλάχιστον ας τον διατηρήσουμε στο επίπεδο αυτό».