Όπως σημειώνει ο κ. Κατσιφάρας «τα προβλήματα των αγροτών είναι τεράστια και σχετίζονται τόσο με τη χρηματοδότηση και το υψηλό κόστος της καλλιέργειας, όσο κυρίως με τα φορολογικά μέτρα που έχουν εξαγγελθεί από το κράτος σε βάρος των μικρομεσαίων. Παράλληλα, υπάρχει σοβαρό ζήτημα όσον αφορά την μείωση του επιστρεφόμενου ποσού του ΦΠΑ, το οποίο βέβαια καθυστερεί υπερβολικά να γίνει η καταβολή του» και προσθέτει: «Αν ισχύσουν τα νέα μέτρα φορολόγησης των αγροτών ως έχουν, πέραν της κοινωνικής αναστάτωσης που θα προκαλέσουν, εκτιμούμε ότι δεν θα αποφέρουν αξιόλογα φορολογικά οφέλη, γιατί πολλές αγροτικές εκμεταλλεύσεις ήδη παράγουν με οικονομική ζημιά».
Κλείνοντας την επιστολή του ο Περιφερειάρχης ζητά να μην ισχύσει η μείωση της επιστροφής του ΦΠΑ, το οποίο όμως, παράλληλα, θα πρέπει κάποια στιγμή να καταβληθεί στους δικαιούχους και όχι να υπάρχει τόση καθυστέρηση, καθώς επίσης να μην γίνει η μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης και να μην ισχύσει και ο φόρος επιτηδεύματος πέραν της τριετίας.
Αναλυτικά η επιστολή του Περιφερειάρχη Δυτικής Ελλάδας Απόστολου Κατσιφάρα έχει ως εξής:
«Κύριε Υπουργέ,
για μία ακόμη φορά ο αγροτικός κλάδος, όπως και αρκετοί άλλοι επαγγελματικοί κλάδοι, πλήττεται βάναυσα από την συνεχιζόμενη οικονομική κρίση και τις συνέπειες που έχει αυτή τα τελευταία χρόνια.
Τα προβλήματα των αγροτών είναι τεράστια και σχετίζονται τόσο με τη χρηματοδότηση και το υψηλό κόστος της καλλιέργειας, όσο κυρίως με τα φορολογικά μέτρα που έχουν εξαγγελθεί από το κράτος σε βάρος των μικρομεσαίων. Παράλληλα, υπάρχει σοβαρό ζήτημα όσον αφορά την μείωση του επιστρεφόμενου ποσού του ΦΠΑ, το οποίο βέβαια καθυστερεί υπερβολικά να γίνει η καταβολή του.
Σύμφωνα με την απόφαση ΠΟΛ.1281/2013, ΠΟΛ 1281/2013(ΦΕΚ 3367Β΄/31.12.2013) του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων περί Απαλλαγής από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων των αγροτών του ειδικού καθεστώτος στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ εντάσσονται υποχρεωτικά από την 1η Ιανουαρίου 2013 οι αγρότες (γεωργοί, κτηνοτρόφοι, πτηνοτρόφοι, μελισσοκόμοι κ.λπ.).
Επιπλέον εντάσσονται και οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι που ασκούν παράλληλα και γεωργική εκμετάλλευση, οι οποίοι το 2013 εισέπραξαν πάνω από 10.000 ευρώ από τις πωλήσεις των προϊόντων τους ή πάνω από 5.000 ευρώ ως ενιαίες ενισχύσεις, αλλά και όσοι ψαράδες παράκτιας αλιείας έχουν σκάφη μήκους άνω των 12 μέτρων.
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει πλέον, υποχρεωτικά και όχι προαιρετικά, να τηρούν βιβλία και να εκδίδουν φορολογικά στοιχεία (αποδείξεις, τιμολόγια κ.λπ.) για ό,τι παράγουν και πωλούν.
Συγκεκριμένα υποχρεούνται:
- να εκδίδουν δικαιολογητικά έγγραφα για την αποστολή, παράδοση ή διακίνηση των προϊόντων τους, με σκοπό την πώληση, εφόσον δεν εκδίδουν άμεσα φορολογικά στοιχεία αξίας με την αποστολή, την παράδοση ή τη διακίνηση των προϊόντων.
- να εκδίδουν τιμολόγια για τις πωλήσεις των προϊόντων τους σε άλλους επιτηδευματίες (επιχειρηματίες ή ελεύθερους επαγγελματίες ή άλλους υπόχρεους απεικόνισης συναλλαγών) ή στο Δημόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ., στα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα κ.λπ..
- να εκδίδουν αποδείξεις λιανικών συναλλαγών με τη χρήση φορολογικού μηχανισμού (φορολογικής ταμειακής μηχανής) για τις πωλήσεις των προϊόντων τους σε ιδιώτες από την επαγγελματική τους εγκατάσταση. Για τις πωλήσεις σε ιδιώτες που πραγματοποιούνται εκτός της επαγγελματικής τους εγκατάστασης δεν απαιτείται η χρησιμοποίηση φορολογικού μηχανισμού (φορολογικής ταμειακής μηχανής) για την έκδοση των αποδείξεων λιανικών συναλλαγών και μπορεί να εκδίδονται χειρόγραφες αθεώρητες αποδείξεις λιανικών συναλλαγών.
Επισημαίνεται ότι, οι υπόψη αγρότες που πωλούν τα προϊόντα παραγωγής τους από λαϊκές αγορές εξακολουθούν να οφείλουν να εκδίδουν τις αποδείξεις λιανικών συναλλαγών για τις πωλήσεις των προϊόντων τους με τη χρήση φορολογικού μηχανισμού (φορολογικής ταμειακής μηχανής).
Κύριε Υπουργέ,
Η ενιαία ενίσχυση αποτελεί το βασικό κίνητρο του αγρότη να διατηρήσει σε γεωργική δραστηριότητα την έκταση γης που κατέχει, ως η εκτροφή ζώων και η καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων.
Είναι δηλαδή, το βασικό κίνητρο για τη διατήρηση ή την αύξηση της παραγωγικής διαδικασίας που έχει σαν τελικό σκοπό όχι μόνο τη διαμόρφωση του αγροτικού εισοδήματος για την επίτευξη ενός ανεκτού επιπέδου διαβίωσης των αγροτών, αλλά και τη βελτίωση του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου της χώρας που εξακολουθεί να κινείται σε αρνητικό επίπεδο.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το σύνολο των ενισχύσεων των αγροτών αποτελούν ενδεχομένως το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού εισοδήματος γεγονός που αποδεικνύει το μεγάλο αγώνα κυρίως των μικρομεσαίων αγροτών, που αποτελούν και τη μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών της χώρας μας, να διατηρήσουν τις εκμεταλλεύσεις τους στην παραγωγική διαδικασία ώστε το όποιο εισόδημα προκύψει να τους βοηθήσει στην επιβίωση της οικογένειάς τους.
Επομένως τα μικρά όρια τζίρου (10.000 €) και ενιαίας ενίσχυσης (5.000 €) για την απαλλαγή από το άνοιγμα βιβλίων και της αύξησης της φορολογίας στους μικρομεσαίους αγρότες αναμένεται να οδηγήσει στον αφανισμό των μικρομεσαίων αγροτικών εκμεταλλεύσεων με οδυνηρές οικονομικές συνέπειες στον αγροτικό τομέα που αποτελεί τον βασικό κορμό ανάπτυξης της χώρας.
Είναι αδιανόητο οι ίδιες προϋποθέσεις ορίων φορολόγησης για αυτούς που είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και ζουν αποκλειστικά από την μικρή οικογενειακή αγροτική τους εκμετάλλευση, σε σχέση με εκείνα τα φυσικά πρόσωπα που δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και χρησιμοποιούν την όποια αγροτική περιουσία διαθέτουν για συμπληρωματικό εισόδημα. Είναι επομένως αυτονόητο ότι πρέπει να διαχωριστεί άμεσα η φορολόγηση των κατά κύριο επάγγελμα γεωργών με διαφορετικά κριτήρια και ευνοϊκότερους όρους.
Δεν είναι δυνατόν οι αγρότες να φορολογούνται σαν ελεύθεροι επαγγελματίες και να μην λαμβάνονται υπόψη οι μεγάλες ιδιαιτερότητες, οι κίνδυνοι και οι απρόσμενες καταστάσεις του αγροτικού επαγγέλματος (π.χ. οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις απασχολούν κατά κύριο λόγο μέλη της ίδιας οικογένειας, οι εποχικοί εργάτες δεν διαθέτουν δελτίο παροχής υπηρεσιών,. οι παλιές δαπάνες για απόκτηση πάγιου μηχανολογικού εξοπλισμού δεν συμπεριλαμβάνονται στα έξοδα με αποτέλεσμα η απόσβεση πάγιου κεφαλαίου να μην εμφανίζεται στα τρέχοντα λογιστικά βιβλία, η μεγάλη δαπάνη για πρόσληψη λογιστών κ.λπ.)
Η συγκεκριμένη παρέμβαση του Υπουργείου Οικονομικών για την τήρηση βιβλίων εσόδων-εξόδων, αποτελεί συνέχεια της τακτικής «αποφασίζουμε και διατάσουμε» του ίδιου Υπουργείου που εφάρμοσε στον Ενιαίο Φόρο Ακινήτων με τη φορολόγηση των αγροτεμαχίων, του βασικότερου παραγωγικού συντελεστή και εργαλείου της αγροτικής δραστηριότητας.
Δεν ζητήθηκε καν η συνεργασία του ΥΠΑΑΤ, των φορέων του αγροδιατροφικού τομέα και των Συλλογικών Αγροτικών Οργανώσεων που δίνουν καθημερινά μάχες στις διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους μας εταίρους για την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ και την αναβάθμιση του αγροτικού τομέα της χώρας μας.
Με τη σειρά του όμως και το ΥΠΑΑΤ θα πρέπει να ενεργοποιηθεί και να προτείνει άμεσες λύσεις για το σοβαρό αυτό θέμα, ώστε να επέλθουν οι απαραίτητες νομοθετικές ρυθμίσεις και να αποφευχθεί την ύστατη στιγμή η διάλυση του αγροτικού τομέα της χώρας μας.
Κύριε Υπουργέ,
η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας ως μια κατεξοχήν αγροτική Περιφέρεια (είμαστε μία περιοχή η οποία παράγει 13 καλλιέργειες στους 12 μήνες) και έχοντας πλήρη γνώση της κατάστασης που επικρατεί στον αγροτικό τομέα της περιοχής της, αλλά και ολόκληρης της χώρας, προτείνει τη συνεργασία των Υπουργείων Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και την από κοινού εκτίμηση των δεδομένων του αγροτικού επαγγέλματος στην Ελλάδα, ώστε να προκύψουν νέα κριτήρια και προϋποθέσεις ανοίγματος βιβλίων και φορολόγησης με σκοπό την αύξηση των εισοδηματικών ορίων των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών.
Ακολούθως, ζητάμε το νέο μέτρο να εφαρμοστεί εθελοντικά σε πρώτη φάση. Σε διαφορετική περίπτωση οι επιπτώσεις για τους αγρότες με μικρά εισοδήματα, για αυτούς που δραστηριοποιούνται σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές και για τους ηλικιωμένους αγρότες που αποτελούν και την πλειοψηφία, από την εφαρμογή του διαμορφωθέντος μέτρου θα είναι τραγικές οδηγώντας σε μαρασμό την ελληνική ύπαιθρο.
Να σημειώσουμε επίσης, ότι αν ισχύσουν τα νέα μέτρα φορολόγησης των αγροτών ως έχουν, πέραν της κοινωνικής αναστάτωσης που θα προκαλέσουν, εκτιμούμε ότι δεν θα αποφέρουν αξιόλογα φορολογικά οφέλη, γιατί πολλές αγροτικές εκμεταλλεύσεις ήδη παράγουν με οικονομική ζημιά.
Κύριε Υπουργέ, δε θα πρέπει να ισχύσει η μείωση της επιστροφής του ΦΠΑ, το οποίο όμως, παράλληλα, θα πρέπει κάποια στιγμή να καταβληθεί στους δικαιούχους και όχι να υπάρχει τόση καθυστέρηση.
Τέλος, δε θα πρέπει να γίνει η μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης, ενώ δεν θα πρέπει να ισχύσει και ο φόρος επιτηδεύματος πέραν της τριετίας».