Οι κρίσεις αυτές συνέπεσαν χρονικά με την απόκτηση νέων αρμοδιοτήτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, χάρη στις οποίες το τελευταίο συμμετείχε δυναμικά στις προσπάθειες για την αντιμετώπισή τους, την προστασία των φορολογουμένων και την οικοδόμηση ενός νέου συστήματος οικονομικής διακυβέρνησης. Το Κοινοβούλιο δραστηριοποιήθηκε σε όλα τα μέτωπα. Άσκησε πίεση για τη θέσπιση φιλόδοξης νομοθεσίας, συχνά ενάντια σε διάφορα παγιωμένα συμφέροντα που αποσκοπούσαν στη διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος ή στο μέγιστο δυνατό περιορισμό των μεταρρυθμίσεων.
Μεταξύ των σημαντικών επιτευγμάτων του συγκαταλέγονται η θέσπιση ανώτατων ορίων για τα μπόνους των τραπεζιτών, η καλύτερη εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα, η απαγόρευση των άκρως κερδοσκοπικών συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (credit default swaps) και η ενίσχυση της λογοδοσίας όσον αφορά την οικονομική διακυβέρνηση.
Κατά την κοινοβουλευτική περίοδο 2009-2014 η Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής εξέτασε διπλάσιο αριθμό θεμάτων και διεξήγαγε ακροάσεις με σημαντικές προσωπικότητες, ενώ συνέβαλε στη θέσπιση νομοθεσίας, τασσόμενο συχνά υπέρ ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος που εξυπηρετεί τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας και εξασφαλίζοντας ότι οι φορολογούμενοι δεν θα επωμιστούν ποτέ ξανά το βάρος μιας μελλοντικής χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Οι εργασίες του επικεντρώθηκαν σε τρεις βασικούς τομείς: θέσπιση ενός νέου συστήματος οικονομικής διακυβέρνησης, περιορισμός της απερίσκεπτης ανάληψης κινδύνων στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, βελτίωση της εποπτείας του τραπεζικού συστήματος και της διαχείρισης των κρίσεων.
Το Κοινοβούλιο διαδραμάτισε καίριας σημασίας ρόλο στην αλλαγή κατεύθυνσης όσον αφορά τον συντονισμό των δημόσιων οικονομικών στην ευρωζώνη. Οι ευρωβουλευτές προώθησαν, μέσω της «δέσμης έξι μέτρων» για την οικονομική διακυβέρνηση, μέτρα για την επιβολή κυρώσεων στις χώρες που παραβιάζουν τους κανόνες. Ακολούθησαν τόσο η «δέσμη δύο μέτρων», όσο και ένας χάρτης πορείας για μια ολοκληρωμένη οικονομική και νομισματική ένωση.
Επιπλέον, η χρηματοπιστωτική κρίση είχε ως αποτέλεσμα την εξοικείωση των πολιτών με όρους που μέχρι πρότινος ανήκαν στον τομέα δράσης των διαπραγματευτών χρηματοοικονομικών προϊόντων. Η συμβολή του Κοινοβουλίου ήταν καθοριστικής σημασίας όσον αφορά την εκπόνηση νέας νομοθεσίας για τον έλεγχο των ακραίων πρακτικών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών με στόχο τη λειτουργία του εν λόγω τομέα προς όφελος της πραγματικής οικονομίας και όχι με γνώμονα την αποκόμιση γρήγορου κέρδους.
Κατά την πενταετή κοινοβουλευτική του θητεία, το Κοινοβούλιο και οι βουλευτές του δέχτηκαν τεράστιες πιέσεις από ομάδες συμφερόντων του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Μεταξύ των νομοθετικών κειμένων στα οποία το ΕΚ έχει αφήσει το στίγμα του, συγκαταλέγονται οι κανόνες για τις ανοικτές πωλήσεις και τις αγοραπωλησίες των ασφαλίστρων κινδύνου, την αγορά παραγώγων, τη λειτουργία των αμοιβαίων κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου, την κατάχρηση της αγοράς, την εποπτεία και τα πρότυπα των συναλλαγών και τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.
Από το 2010 το ΕΚ έχει ζητήσει την εισαγωγή πολύ σημαντικών αλλαγών όσον αφορά τον τρόπο εποπτείας των τραπεζικών ιδρυμάτων και τις δομές που απαιτούνται για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων τραπεζικών κρίσεων. Η νομοθεσία που θεσπίστηκε τελικά για τα τραπεζικά ιδρύματα προβλέπει πολύ στενότερη εποπτεία σε επίπεδο ΕΕ και πολύ πιο αυστηρές απαιτήσεις για το ύψος των ρυθμιστικών αποθεμάτων που πρέπει να διαθέτουν οι τράπεζες για την κάλυψη των κινδύνων.
Το ΕΚ διαδραμάτισε καίριας σημασίας ρόλο στη θέσπιση νομοθεσίας σχετικά με την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, τους κανόνες για τη διάσωση των τραπεζών, τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τα πριμ των τραπεζιτών, αλλά και τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων. Πρώτο επίσης ζήτησε την ολοκληρωμένη αναθεώρηση των τραπεζικών συστημάτων, τη δημιουργία ενός ισχυρού πανευρωπαϊκού συστήματος για τη διάσωση τραπεζών που αγωνίζονται να ορθοποδήσουν. Τέλος, το Κοινοβούλιο ήταν εκείνο που επέμεινε στο ζήτημα της θέσπισης ανώτατων ορίων για τα πριμ των τραπεζιτών, πρότυπο το οποίο πολλοί ισχυρίζονται ότι θα πρέπει να έχει ευρύτερη εφαρμογή και σε άλλους τομείς του κλάδου.